- ακενοδοξία
- ἀκενοδοξία, η (AM) [ἀκενόδοξος]η ιδιότητα τού ακενόδοξου, η μετριοφροσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκενοδοξία — ἀκενοδοξίᾱ , ἀκενοδοξία without vain conceit fem nom/voc/acc dual ἀκενοδοξίᾱ , ἀκενοδοξία without vain conceit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
ακενόδοξος — ἀκενόδοξος, ον (Α) αυτός που δεν κατέχεται από κενοδοξία, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κενόδοξος. ΠΑΡ. ἀκενοδοξία] … Dictionary of Greek